- εχθρώδης
- ἐχθρώδης, -ες (ΑΜ) [εχθρός]γεμάτος εχθρότητα, εχθρικός.επίρρ...ἐχθρωδῶς (ΑΜ)με εχθρικό τρόπο, εχθρικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχθρωδέστερον — ἐχθρώδης hostile adverbial comp ἐχθρώδης hostile masc acc comp sg ἐχθρώδης hostile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρώδη — ἐχθρώδης hostile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐχθρώδης hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐχθρώδης hostile masc/fem acc sg (attic epic doric) ἐχθρωδέω to be hostile pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐχθρωδέω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρῶδες — ἐχθρώδης hostile masc/fem voc sg ἐχθρώδης hostile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρωδῶς — ἐχθρώδης hostile adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρωδώ — ἐχθρωδῶ, έω (Α) [εχθρώδης] έχω εχθρικές διαθέσεις, είμαι δυσμενής απέναντι σε κάποιον … Dictionary of Greek
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
ἐχθρώδας — ἐχθρώδᾱς , ἐχθρώδης hostile masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)